- κάλλος
- (I)όβλ. κάλος (II).————————(II)το (AM κάλλος)η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.στον πληθ. τα κάλλητα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί 'ν' ο πόνος»)αρχ.1. (για γυναίκες) η πολύ ωραία, η καλλονή («τὴν θυγατέρα, δεινόν τι κάλλος καὶ μέγεθος», Ξεν.)2. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού έξι3. πληθ. τὰ κάλληωραία πράγματα για στολισμό («ἐν ποικίλοις... κάλλεσιν βαίνειν», Αισχύλ.)4. φρ. α) «ἐς κάλλος ἀσκεῑ»(για γυναίκα) προσπαθεί να φαίνεται ωραίαβ) «ὁ εἰς κάλλος βίος» — ο ηθικά καλός βίοςγ) «τὰ κάλλη τῆς ἑρμηνείας» — η γλαφυρότητα τού ύφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλός. Για το πρόβλημα τού διπλού -λλ- βλ. λ. καλλίων.ΠΑΡ. καλλύνωαρχ.κάλλιμος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλλοποιός, καλλοποιώ, καλλόφιλος. (Β' συνθετικό) περικαλλήςαρχ.ακαλλής, ζακαλλής, λιθοκαλλής, περισσοκαλλής, υπερκαλλής].
Dictionary of Greek. 2013.